κατραμώνω

κατραμώνω
κατραμώνω, κατράμωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατραμώνω — [κατράμι] αλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει») …   Dictionary of Greek

  • κατραμώνω — κατράμωσα, κατραμώθηκα, κατραμωμένος, αλείφω με κατράμι: Κατραμώνει τη βάρκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα …   Dictionary of Greek

  • κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι …   Dictionary of Greek

  • κατραμίζω — [κατράμι] επαλείφω με κατράμι, κατραμώνω …   Dictionary of Greek

  • κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία …   Dictionary of Greek

  • πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”